- Γονικό
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 398 κάτ.) του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιγονικόν — ἰγονικόν, τὸ (Μ) το σπίτι τών γονιών, το γονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί γονικόν] … Dictionary of Greek
μονογονία — η [μονόγονος] 1. η γένεση ενός νεογνού σε κάθε τοκετό 2. (θιολ.) αγενής δηλ. αφυλετική , αναπαραγωγή, οπότε αποσπάται από το γονικό σώμα ένα τμήμα του και αναπτύσσεται μόνο του σε όμοιο οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγονος] … Dictionary of Greek
προϊός — ο, Ν βιολ. α) το στάδιο ανάπτυξης ενός ιού όταν αυτός ενσωματώνεται σε ένα χρωματόσωμα τού κυττάρου ξενιστή και μεταβιβάζεται έτσι από το γονικό στο θυγατρικό κύτταρο β) αντίγραφο τού ριβονουκλεϊκού οξέος ενός ογκογόνου ιού στο… … Dictionary of Greek